- συναρχίαι
- συναρχίαjoint administrationfem nom/voc plσυναρχίᾱͅ , συναρχίαjoint administrationfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναρχίᾳ — συναρχίαι , συναρχία joint administration fem nom/voc pl συναρχίᾱͅ , συναρχία joint administration fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρχία — η, ΝΑ [σύναρχος] η ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων τού ενός αρχόντων, η από κοινού διοίκηση («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.) αρχ. 1. στον πληθ. αἱ συναρχίαι όλοι οι άρχοντες μαζί, οι άρχοντες γενικά 2. φρ. «συναρχία… … Dictionary of Greek